- καβούρδισμα
- το поджаривание
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
καβούρδισμα — καβούρδισμα, το και καβούρντισμα, το φρυγάνισμα, ξεροψήσιμο: Τα στραγάλια ήθελαν περισσότερο καβούρδισμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καβούρδισμα — το βλ. καβούρντισμα … Dictionary of Greek
μπίρα — Αλκοολούχο ποτό που παράγεται από τη ζύμωση βύνης (κριθαριού που πέταξε βλαστό), αρωματισμένης με λυκίσκο. Η μ. και τα ανάλογα ποτά που προέρχονται από τη ζύμωση άλλων δημητριακών είναι από τα πιο αρχαία και τα πιο διαδεδομένα. Τη χρησιμοποιούσαν … Dictionary of Greek
καβούρντισμα — και καβούρδισμα, το 1. φρυγάνισμα, ξεροψήσιμο «τα αμύγδαλα θέλουν καβούρντισμα») 2. τσιγάρισμα («το καβούρντισμα τού καφέ γίνεται σιγά σιγά») 3. συνεκδ. κόψιμο, ψήσιμο, υπερθέρμανση λιοπύρι. 4. μτφ. βασάνισμα, παιδεμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < καβουρντίζω… … Dictionary of Greek
καφές — Αρωματικό καρύκευμα που χρησιμοποιείται στην παρασκευή του πιο διαδεδομένου νευρικού διεγερτικού αφεψήματος. Προέρχεται από καβουρντισμένα και αλεσμένα σπέρματα του φυτού Cοffea arabica, τροπικού θάμνου της οικογένειας των ρουβιιδών… … Dictionary of Greek
Κουιρίνος — (Quirinus). Ρωμαϊκή θεότητα η οποία, μαζί με τον Δία και τον Άρη, αποτελεί την αρχαιότερη τριάδα της ρωμαϊκής δημόσιας λατρείας. Ιδιαίτερος ιερέας του ήταν ο Κουιρινάλιος, ένας από τους τρεις μεγαλύτερους Φλαμίνιους. Μερικοί συγγραφείς θεωρούν… … Dictionary of Greek
ρεβύθι — Το σπέρμα του ετήσιου ποώδους φυτού κίκερ το κριόμορφο, που ανήκει στην οικογένεια των Ψυχανθών (δικοτυλήδονα). Κατάγεται από την Εγγύς Ανατολή και καλλιεργείται από τους αρχαιότατους χρόνους για τους καρπούς του· στην Ελλάδα είναι γνωστό ότι… … Dictionary of Greek
καβούρντισμα — το βλ. καβούρδισμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)